Υπάρχουν καταπιεστικές εξουσιαστικές σχέσεις μείζονος ή ελάσσονος σημασίας; Η φύση της εξουσίας είναι κοινή σε όλες τις μορφές μέσα απ’ τις οποίες εκφράζεται. Η εξουσία, δηλαδή η επιβολή της θέλησης κάποιων ανθρώπων πάνω σε άλλους, καταπιέζει στον ίδιο βαθμό όλα τα υποκείμενα στα οποία απευθύνεται. Το πράγμα γίνεται πιο επικίνδυνο όταν ο εξουσιαστής προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω του το ρόλο του καταπιεστή και του δυνάστη με το να αρνείται ν’ ακούσει την απλή διαπίστωση των εξουσιαζόμενων υποκειμένων ότι υφίστανται πραγματικά αυτή την καταπίεση.
Ο πιο εύκολος τρόπος να νιώθει κάποιος καλά με τον εαυτό του είναι να έχει προαποφασίσει ότι τα (συν)αισθήματα των άλλων δεν μπορεί παρά να είναι «υπερβολές» στο βαθμό που αλλοιώνουν την εικόνα που έχει αυτός για τον εαυτό του. Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό γιατί τελικά έχει να κάνει με το αν μπορούμε να εμπιστευτούμε ως σύμμαχο σ’ ένα εντελώς αόριστο αγώνα «εναντίον της εξουσίας» όποιον θεωρεί αυτονόητο πως ο δρόμος για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση δεν μπορεί να περνά και από μέσα του ή από πάνω του. Όπως ένας δικαστής δεν μπορεί να μιλήσει για πραγματική δικαιοσύνη, ένας μπάτσος για ελευθερία, ένα αφεντικό για ισότητα ή ένας παπάς για χειραφέτηση, έτσι και οποιοσδήποτε έχει ενσωματώσει το εξουσιαστικό στερεότυπο του σεξισμού, δεν μπορεί να μιλά για κοινωνική επανάσταση. Το ξεπέρασμα αυτού του στερεοτυπικού τρόπου σκέψης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η αλλαγή στάσης και η συνειδητοποίηση της ουσίας του προβλήματος θέλει μεγάλη προσπάθεια και κόπο εκ μέρους εκείνου που αναπαράγει όλο αυτόν τον τρόπο σκέψης και όχι από τα θύματά του. Τα θύματα των σεξιστικών συμπεριφορών και πρακτικών δεν οφείλουν μονίμως να επισημαίνουν, να εξηγούν και να υπενθυμίζουν γιατί μια συμπεριφορά είναι σεξιστική. Πόσες φορές άραγε, συντρόφισσες που σήκωσαν κεφάλι σε ανάλογες περιπτώσεις δε δέχτηκαν τη χλεύη ως «υστερικές φεμινίστριες»;
Όσοι και όσες εξαναγκάζονται να δουλεύουν για να βιοποριστούν είναι όπως οι ισοβίτες των φυλακών, μόνο που έχουν περισσότερο χώρο να περιφέρουν τη σκλαβιά τους και τη δυστυχία τους. Αν το εκλογικεύσουμε αποφεύγοντας συναισθηματισμούς και ωραιοποιήσεις, θα λέγαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών που έχει προλεταριοποιηθεί είναι εκείνη η τάξη των ανθρώπων που υπάρχει για να αποανθρωποποιείται. Είναι όλοι και όλες αυτοί και αυτές που συνειδητά ή ασυνείδητα γνωρίζουν ότι θα είναι πάντα οι δούλοι όσων μπορούν να ζουν χωρίς να δουλεύουν και όσων η δουλειά τους είναι να βάζουν τους άλλους να δουλεύουν. Η αντίληψη ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε είναι νοικιάζοντας τον εαυτό μας, είναι τόσο παράλογη, όσο παράλογο είναι και το κοινωνικό σύστημα που έχει ως μοναδικό σκοπό την υποχρεωτική παραγωγή και τη συσσώρευση κεφαλαίων. Η εσωτερίκευση αυτής της αντίληψης είναι μεταφυσική, αφού δέχεται ως αυτονόητο ένα συμπέρασμα το οποίο δεν εμπεριέχει ίχνος λογικής: ότι γεννιόμαστε για να παράγουμε όσο περισσότερο γίνεται, προκειμένου να υπάρχει η πιθανότητα να καταναλώνουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε. Η εσωτερίκευση αυτής της παραδοξότητας γίνεται αντιληπτή, αν αναλογιστούμε ότι η τάξη των «προλεταριοποιημένων» εκμεταλλευόμενων, παρόλο που διαισθάνεται ότι αιτία της δυστυχίας της είναι ακριβώς οι σχέσεις εκμετάλλευσης, δεν σκέφτηκε ποτέ ν’ αμφισβητήσει ολόκληρο το πλαίσιο που τις επιβάλλει ως αναπόφευκτες, αλλά αρκείται στο να φαντασιώνεται ότι θα ανακουφιστεί αν αυτές ορθολογικοποιηθούν ή εξομαλυνθούν. Με δυο λόγια, οι εκμεταλλευόμενες μάζες στην πραγματικότητα πιστεύουν ό,τι θέλει η τάξη των εκμεταλλευτών να πιστεύουν. Οι αντιρρήσεις τους περιορίζονται, παιδαριωδώς, στο να απαιτούν «περισσότερη δικαιοσύνη» ή «περισσότερη ισότητα» ή «πιο ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες», λες και η δικαιοσύνη είναι μια στατική κατάσταση που θα τους απονεμηθεί ή η ισότητα μπορεί να είναι μερική και όχι ολοκληρωτική ή σαν αυτό που φταίει να είναι πως το αφεντικό θέλει να βασανίζει τους εργαζόμενους ή δεν ξέρει να κάνει καλά τη δουλειά του. Αυτό είναι ο ορισμός της μεταφυσικής κι αν η τάξη των εκμεταλλευόμενων έχει πέσει στην παγίδα αυτή, μεγάλο μέρος ευθύνης έχει η αριστερά (σε οποιαδήποτε τάση της ή έκφανσή της). Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε αργότερα. Η εργασία είναι το μέσο με το οποίο όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι αλλά το μέσο που μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα ελευθερωθούμε όταν γίνουμε περισσότερο σκλάβοι ή καλύτεροι σκλάβοι. Να γιατί μισούμε τη δουλειά.